ημύω
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
ἠμύω (Α)
1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.)
2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω του βάρους) κλίνω προς τα κάτω
3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω
4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω
5. καταστρέφομαι, φθείρομαι, χάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως σύνθ. απαντά με τις προθέσεις επί, υπό και κατά].