ημιτρίγλυφος
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Greek Monolingual
ἡμιτρίγλυφος, ὁ (Α)
μισή τρίγλυφος, στοιχείο διακοσμητικό του δωρικού επιστυλίου.