ιρίδιο

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

το
χημ. σπάνιο μέταλλο της ομάδας του λευκοχρύσου με αργυρόλευκο χρώμα και μεγάλη σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., προβλ. γαλλ. iridium < irid- του iris (πρβλ. ίρις, ίριδος) + -ium (πρβλ. -ιον). Η λ. μαρτυρείται στον λόγιο τ. ίρίδιον από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].