ιλυοδόχη

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

η
στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόχη, καπνο-δόχη].