ισορροπώ
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσορροπῶ, -έω) ισόρροπος
1. έχω ισορροπία
2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω
νεοελλ.
(η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, -η, -ο
αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος.