ισχέπλινθον
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἰσχέπλινθα
τα όρθια ξύλα γύρω από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη συγκράτηση τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. ἐχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + πλίνθος.