καληνύχτα
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
και καληνύκτα (Μ καληνύχτα και καληνύκτα)
1. επιφών. αποχαιρετισμού κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. ως ουσ. η καληνύχτα
ο αποχαιρετισμός κατά τις βραδινές ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή νύχτα].