καλόβολος
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
Greek Monolingual
-η, -ο
καλόγνωμος, συγκαταβατικός, βολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βολος (< βολή [II]), πρβλ. ά-βολος, κακό-βολος].