βολικός

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. άνετος, αναπαυτικός
2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»].