ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
οβοτ. γένος φυτών της οικογένειας σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carthamus < αραβ. qartam].