καρτέλα
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
η
1. μικρή χάρτινη πινακίδα με επιγραφή, αριθμό ή λογαριασμό
2. (στο παιχνίδι της τόμπολας) η πινακίδα που έχει τους τυπωμένους αριθμούς
3. στον πληθ. οι καρτέλες
δελτία που χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις για στατιστικούς, λογιστικούς και οργανωτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartella, υποκορ. του carta].