κατακρήμνιση
From LSJ
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
Greek Monolingual
η
1. η ρίψη ενός πράγματος στον γκρεμό
2. η κατεδάφιση, το γκρέμισμα
3. χημ. ο αποχωρισμός μιας ουσίας διαλύματος υπό μορφή ιζήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρημνίζω. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρήμνισις, μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].