στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
καταψυχή, ἡ (Α)ψυχρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-ε-ψύχ-ην, παθ. αόρ. β' του καταψύχω.