Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
κατεγναντίς (Μ)επίρρ. ακριβώς απέναντι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγναντ-ίς «απέναντι»].