κατεγναντίς

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

κατεγναντίς (Μ)
επίρρ. ακριβώς απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγναντ-ίς «απέναντι»].