κατεγναντίς

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

κατεγναντίς (Μ)
επίρρ. ακριβώς απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγναντ-ίς «απέναντι»].