κενοθρησκεία
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
κενοθρησκεία, ἡ (Α)
κενή, πλανημένη θρησκεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + θρησκεία.
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
κενοθρησκεία, ἡ (Α)
κενή, πλανημένη θρησκεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + θρησκεία.