κενοθρησκεία

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

κενοθρησκεία, ἡ (Α)
κενή, πλανημένη θρησκεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + θρησκεία.