κερδοσκοπία

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

η
η επιδίωξη κέρδους με κάθε μέσο, ιδίως αθέμιτο, κάθε πράξη που αποσκοπεί στην πραγματοποίηση κέρδους, ειδικότερα η επιδίωξη προσπορισμού κέρδους με τις διακυμάνσεις τών τιμών που προκαλούνται με τεχνητές μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].