κλαδοειδής
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
A ramosus, Gloss.
Greek Monolingual
κλαδοειδής, -ες (Α)
αυτός που έχει πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -ειδής (< είδος)].