κλαδικός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

-ή, -ό κλάδος (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάδο εργαζομένων ή στην υποδιαίρεση ενός συνόλου (α. «κλαδικά αιτήματα» β. «κλαδική οργάνωση»).