φρυγανικός
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
ή, όν,
A = φρυγανώδης, τὰ φ. Thphr.HP1.5.3, 6.6.1; φ. ἔμβλημα Sammelb.7361.13 (iii A. D.): Sup., -ώτατα τῇ προσόψει Thphr.CP3.7.11.