κουβέλι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
το
1. η κυψέλη τών μελισσών, μελισσοκόφινο
2. μέτρο χωρητικότητας δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβελα, «άντρα, φωλιές άγριων θηρίων». Κατ' άλλη άποψη < σλαβ. kŭblŭ].