στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ημεγάλος λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτρώνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, κουτάλ-α)].