κουτσαίνω
From LSJ
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek Monolingual
(Μ κουτσαίνω) κουτσός
1. βαδίζω ελαττωματικά λόγω βλάβης στα πόδια, χωλαίνω
2. μτφ. υστερώ σε κάτι, δεν προχωρώ κανονικά
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον κουτσό με χτύπημα στα πόδια
2. παροιμ. «οπού έχει γείτονα κουτσόν, θα μάθει να κουτσαίνει» — οι κακές συναναστροφές κάνουν μεγάλο κακό στον άνθρωπο.