υστερώ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
υστερόω, Μ
υστερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε -όω].
ὑστερῶ, ὑστερέω, ΝΜΑ ὕστερος
1. καθυστερώ, αργοπορώ
2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου
3. (α. «υστερεί του αδελφού της ως προς τη μνήμη» β. «ἵνα μηδ' ἐμπειρίᾳ ὑστερῶσι τῶν ἄλλων», Θουκ.)
4. μέσ. υστερούμαι
στερούμαι
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) παρουσιάζω ελλείψεις σε έναν τομέα («υστερεί σε ομορφιά»)
μσν.
αφαιρώ («τούτῳ τῷ Ἔβερ θεὸς οὐχ ὑστέρησε τὴν ἀρχαίαν φωνήν», Μαλαλ. Ι.)
αρχ.
1. έρχομαι αργότερα από όσο έπρεπε
2. φτάνω σε έναν τόπο μετά από κάποιον άλλο
3. (για φυσικό φαινόμενο) εμφανίζομαι αργότερα σε σχέση με άλλο
4. έρχομαι πολύ αργά για κάποιον («τοὺς τῷ Δημοσθένει ὑστερήσαντας», Θουκ.)
5. (ενεργ. και μέσ.) αποτυγχάνω («πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
6. (αμτβ.) (για πράγμ.) δεν υπάρχω ή δεν αρκώ, ελλείπω («καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς αὐτόν», ΚΔ)
7. φρ. «ὑστερῶ τῆς πατρίδος» — αδυνατώ να υπερασπιστώ την πατρίδα (Ξεν.).