πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
-ες1. αυτός που μοιάζει με κρέας2. σαρκώδης, ευτραφής, κρεατωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -ώδης].