κρυσταλλουργός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ο
ο ειδικός στην κατεργασία τών φυσικών κρυστάλλων ή στην κατασκευή τών τεχνητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + -ουργός (< ἔργον)].