κυλίνδρωση

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

η κυλινδρώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυλινδρώνω, η ισοπέδωση τών δρόμων με κύλινδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλινδρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 σε δημόσιο έγγραφο].