κύρωση
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
η (Α κύρωσις) κυρώ
επίσημη επιβεβαίωση, πιστοποίηση, επικύρωση (α. «δεν έγινε ακόμη η κύρωση του νόμου από τη βουλή» β. ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων», Ιώσ.)
νεοελλ.
1. επιβολή ποινής, τιμωρία για κάτι («εάν δεν τηρηθούν οι κανονισμοί, θα επιβληθούν κυρώσεις»)
2. διεθν. δίκ. μέσο καταναγκασμού, στρατιωτικού, οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα, που μπορεί να επιβληθεί σε ένα κράτος το οποίο παραβαίνει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.