τιμωρία
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
lon. τιμωρίη, ἡ,
A retribution, vengeance (differing from κόλασις, corrective punishment, Arist.Rh.1369b12), ἐς τ… παρασκευαζομένοισι Hdt.5.90; τιμωρία καὶ τίσις Id.7.8.ά, cf. Ep.Hebr.10.29, etc.; πατρὸς τιμωρία vengeance taken for him, E.Or.425; μητρὸς αἵματος τιμωρίαι for having shed a mother's blood, ib.400; ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ τιμωρίᾳ for the purpose of punishing us, Th.3.63; Λεωνίδην ἐάν τις ἀποκτείνῃ . . τὴν τιμωρίαν εἶναι καθάπερ ἐάν τις Ἀθηναίων ἀποθάνῃ IG12.56.16, cf. 154.12; οὐκ ἔχει τιμωρίαν γὰρ τἀδίκημ', ἔγκλημα δέ Men.Pk.253; ἡ κατὰ τῶν προδιδόντων τιμωρία vengeance against or upon... Lycurg.140, cf. D.18.274, Din.1.105; τ. ἐσομένη ἔς τινα Hdt.1.123, cf. D.22.55; τιμωρία ὑπὲρ τοῦ ἀδικηθέντος Antipho 6.6, cf. Isoc. 20.19: with Verbs, of the avenger, ποιεῖσθαι τιμωρίαν = execute vengeance, D.21.26, etc.; τινος on one, And.4.18; τιμωρίαν ὑπὲρ ὧν ἐπεπόνθειν λαβεῖν D.24.8; but παρά τινος λαμβάνειν τιμωρίαν exact it from him, Philem.88.14; of the wrongdoer, τιμωρία Ἀθηνῶν ηὗρε found, i.e. suffered, vengeance at Athens' hand, A.Pers.473; τιμωρίας τυγχάνειν to be punished, Pl.Grg.472d, PEnteux.50.7 (iii B.C.), etc. (but also, obtain vengeance, Th.2.74, X.Cyr.4.6.7); τιμωρίαν ἀντιδοῦναι Th.2.53; τίνειν Pl.Lg.905a, etc.; ὑπέχειν Th.6.80, Pl.Lg.716b, etc.; of persons in authority, αἱ τιμωρίαι εἰσὶ παρὰ τῶν θεῶν Hdt.2.120; τιμωρία δοῦναί τινι give him right of vengeance, D.23.7, cf. ib.54, 59.86; so τὰς τιμωρίας τοῖς ἰδιώταις ἐποίησε βραδείας Id.26.4: pl., τιμωρίαι = penalties, λαμβάνειν τὰς ἀξίας τιμωρίας Antiph.247; ταῖς ἐσχάταις τιμωρεῖσθαι τιμωρίαις Pl.R.579a, cf. Lg.943d, al.; of state-punishments, LXX 2 Ma.6.26, al.; οἱ ἐπὶ τῶν τιμωριῶν. Plu.Art. 14, 17; of divine punishments, ἐξορκίζω σε . . κατὰ τῶν τιμωριῶν τεταγμένων PMag.Lond.121.303.
II succour, εὑρήσεται τιμωρίην Hdt. 3.148; ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69, cf. 5.112; τιμωρίαν ποιεῖσθαί τινι Id.1.124; τιμωρίαν τοῦ τεθνεῶτος due to him, Antipho 1.5.
2 of medical and, Hp.Acut.18 (pl.); cf. τιμωρέω ΙΙ.2.
German (Pape)
[Seite 1116] ἡ, ion. τιμωρίη, 1) Hülfe, Beistand; Her. 5, 146. 7, 169. 8, 40; Thuc. 8, 20. 63 u. öfter. – 2) Rache. Strafe; τινός, an Einem, πικρὰν δὲ παῖς ἐμὸς τιμωρίαν κλεινῶν Ἀθηνῶν εὗρεν, Aesch. Pers. 465; καὶ τίσις, Her. 7, 8, 1; παρὰ τῶν θεῶν, 2, 120; ἂν τύχῃ δίκης καὶ τιμωρίας, Plat. Gorg. 472 d, u. öfter; πατρός, Eur. Or. 425 u. öfter; auch κατά τινος, Dem. 18, 274; τιμωρίαν ὑπὲρ ὧν ἐπεπόνθειν λαβεῖν, 24, 8; τιμωρίας τινὸς τυγχάνειν τῷ παιδί, für den Sohn, Xen. Cyr. 4, 6, 7. Auch Züchtigung, Peinigung, Arist. rhet. 1, 10 von κόλασις unterschieden; Pol. 1, 10, 4 u. öfter; er vrbdt auch διὰ τῆς εἰς ἐκείνους τιμωρίας, 1, 7, 12, wie Her. 1, 123.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. secours, protection : ἀπό τινος de la part de qqn ; τιμωρίαν ποιεῖσθαί τινι THC prêter secours à qqn;
II. châtiment, d'où :
1 vengeance : τινος DÉM vengeance exercée contre qqn ; τιμωρίας τυγχάνειν obtenir vengeance, trouver l'occasion de se venger;
2 peine, supplice : οἱ ἐπὶ τῶν τιμωριῶν PLUT les préposés aux supplices, les bourreaux;
NT: punition.
Étymologie: τιμωρός.
Russian (Dvoretsky)
τῑμωρία: ион. τῑμωρίη ἡ
1 заступничество, защита или помощь (ἀπό τινος Thuc.): τιμωρίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. оказывать помощь кому-л.;
2 отмщение, месть: τ. τινός Eur. месть за кого(что)-л.; τ. κατά τινος Dem. месть кому-л.; τιμωρίας τυγχάνειν Thuc., Xen. добиться отмщения, отомстить (ср. 4);
3 право мести: τιμωρίαν τινὶ δεδωκέναι Dem. предоставить кому-л. право мести;
4 кара, наказание: τιμωρίας τυγχάνειν Plat. подвергаться наказанию (ср. 2); οἱ ἐπὶ τῶν τιμωριῶν Plut. исполнители наказаний, палачи.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμωρία: Ἰων. -ίν, ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, τ. εὑρίσκεσθαι Ἡρόδ. 3. 148, πρβλ. 5. 90, κλπ.· ἡ ἀφ’ ὑμῶν τιμ. Θουκ. 1. 69, πρβλ. 5. 112· τ. ποιεῖσθαί τινι, ὁ αὐτ. 1. 124· τ. τοῦ τεθνεῶτος, ὀφειλομένη εἰς τόν..., Ἀλκίφρων 112. 9. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς βοηθείας ἢ συνδρομῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ. τιμωρέω Ι. 2. ΙΙ. βοήθεια πρὸς ἄνθρωπον ἀδικηθέντα, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, τιμωρία (διάφορον τοῦ κόλασις, ὅπερ σημαίνει, τιμωρία πρὸς ἐπανόρθωσιν ἢ διόρθωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 17). τ. καὶ τίσις Ἡρόδ. 7. 8, 1· πατρὸς τ., τιμωρία ὑπὲρ αὐτοῦ, ἐκδίκησις, Εὐρ. Ὀρ. 425· μητρὸς αἵματος τιμωρίαι, διὰ τὴν ἔκχυσιν τοῦ μητρικοῦ αἵματος, διὰ τὴν μητροκτονίαν, αὐτόθι 400· ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ τ., πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ μᾶς τιμωρήσωσι, Θουκ. 3. 63· ἡ κατά τινος τ., ἐκδίκησις κατά τινος, Λυκοῦργ. 167. 39, πρβλ. Δείναρχ. 103. 33, Δημ. 317. 16· τ. ἐσομένη ἔς τινα Ἡρόδ. 1. 123, πρβλ. Δημ. 610. 10· τ. ὑπὲρ ἀδικηθέντος Ἀντιφῶν 142. 2, πρβλ. Ἰσοκρ. 398E· μετὰ ῥημάτων, ἐπὶ τοῦ ἐκδικητοῦ, ποιεῖσθαι τιμωρίαν, ἐκτελεῖν ἐκδίκησιν, Δημ. 523. 7. κλπ.· τινος, κατά τινος, Ἀνδοκ. 31. 30· τ. λαμβάνειν ὑπέρ τινος Δημ. 702. 20· ἀλλά, παρά τινος λαμβάνειν τ., τιμωρεῖσθαι ὑπό τινος, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 14· - ἐπὶ τοῦ πάσχοντος, τ. εὑρεῖν τινος, τιμωρεῖσθαι ὑπό τινος, εὑρίσκειν ἐκδίκησιν ἐκ μέρους τινός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 473· τιμωρίας τυγχάνειν Πλάτ. Γοργ. 472D, κλτ.· (ἀλλ’ ὡσαύτως, λαμβάνω ἐκδίκηδιν, ἐκδικοῦμαι, Θουκ. 2. 74, Ξεν Κύρ. 4. 6, 7)· τ. ἀντιδοῦναι Θουκ. 2. 53· τίνειν Πλάτ. Νόμ. 905A, κλπ.· ὑπέχειν Θουκ. 6. 80, Πλάτ., κλπ.· ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀξιώματι, αἱ τιμ. εἰσὶ παρὰ τῶν θεῶν Ἡρόδ. 2. 120· τ. δοῦναί τινι, τὸ δικαίωμα τῆς ἐκδικήσεως, Δημ. 623. 10., 637. 20., 1374. 9· οὕτω, τ. ποιεῖν τινι ὁ αὐτ. 801. 20· - ἐν τῷ πληθ., ποιναί, τιμωρίαι, λαμβάνειν τὰς ἀξίας τιμωρίας Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 73· ταῖς ἐσχάταις τιμωρεῖσθαι τ. Πλάτ. Πολ. 579A, πρβλ. Νόμ. 943D, κ. ἀλλ. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ ὑπὸ τῆς πολιτείας ἐπιβαλλόμεναι ποιναί, ἴδε τιμωρός ΙΙ. 2.
English (Strong)
from τιμωρέω; vindication, i.e. (by implication) a penalty: punishment.
English (Thayer)
τιμωρίας, ἡ (τιμωρός, see τιμωρέω);
1. a rendering help; assistance (Herodotus, Thucydides, others)).
2. vengeance, penalty, punishment: Aeschylus and Herodotus down). (Synonym: see κόλασις, at the end.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α τιμωρός
1. ανταπόδοση κακού, εκδίκηση
2. ποινή που επιβάλλεται από την πολιτεία για πράξη που θίγει τους νόμους
3. η θεία δίκη που πλήττει αυτόν ο οποίος παρέβη τους γραπτούς και, κυρίως τους άγραφους κανόνες του δικαίου ή της ηθικής
4. ταλαιπωρία, βάσανο
νεοελλ.
κάκωση ή καταναγκασμός που επιβάλλεται για αξιόπεμπτη πράξη («του έβαλε τιμωρία ο δάσκαλος να γράψει πέντε φορές το μάθημα»)
αρχ.
1. βοήθεια, συνδρομή
2. ιατρική περίθαλψη
3. φρ. α) «ποιοῦμαι [ή λαμβάνω] τιμωρίαν» και «τιμωρίας τυγχάνω» — εκδικούμαι (Θουκ., Ξεν.)
β) «τιμωρίαν δίδωμί τινι» — παρέχω σε κάποιον το δικαίωμα της εκδίκησης (Δημοσθ.).
Greek Monotonic
τῑμωρία: Ιων. τιμωρίη, ἡ,
I. βοήθεια, επικουρία, συνδρομή, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. βοήθεια προς κάποιον που έχει αδικηθεί, ανταπόδοση, εκδίκηση, τιμωρία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πατρὸς τιμωρία, εκδίκηση για τον πατέρα, σε Ευρ.· ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ τιμωρίᾳ, με σκοπό να μας τιμωρήσουν, σε Θουκ.· ποιεῖσθαι τιμωρίαν, να εκτελείς εκδίκηση, σε Δημ.· τιμωρίαν εὑρεῖν τινος, βρίσκει εκδίκηση από το χέρι του, σε Αισχύλ.· τα τιμωρίαν λαμβάνειν, τιμωρίας τυγχάνειν, χρησιμοποιούνται και από τον εκδικητή και από αυτόν εναντίον του οποίου στρέφεται η τιμωρία, σε Πλάτ., Θουκ.· στον πληθ., ποινές, τιμωρίες, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τῑμωρία, ἡ, [from τιμωρός
I. help, aid, assistance, succour, Hdt., Thuc.
II. assistance to one who has suffered wrong, retribution, vengeance, punishment, Hdt., etc.; πατρὸς τ. vengeance taken for him, Eur.; ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ τ. for the purpose of punishing us, Thuc.; ποιεῖσθαι τιμωρίαν to execute vengeance, Dem.; τ. εὑρεῖν τινος to find vengeance at his hand, Aesch.; τιμωρίαν λαμβάνειν, τιμωρίας τυγχάνειν are used both of the avenger and the sufferer, Plat., Thuc.:—in pl., penalties, Plat. [from τῑμωρός]
Chinese
原文音譯:timwr⋯a 汀-哦里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:價值-舉起
字義溯源:辯明後的處置,刑罰,報應;源自(τιμωρέω)=報復),由(τιμή)=價值)與(Οὐρίας)X*=看管)組成,其中 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)參讀 (τίνω)同源字。參讀 (ἐκδίκησις)同義字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 刑罰!(1) 來10:29
English (Woodhouse)
punishment, retaliation, vengeance, infliction of punishment
Lexicon Thucydideum
auxilium, aid, 1.25.1, 1.25.1
adipisci, to attain. 1.25.3. 1.38.6, 1.58.1, 1.69.5. 1.124.1, 3.20.1, 4.25.9. 5.112.2. 6.93.2,
propulsatio, driving away, repelling, 2.42.4, 3.63.2, 6.76.3,
poena, punishment, penalty, 2.53.4, 2.74.1. 2.3.1. 3.38.1, 3.47.5. 3.67.5, 3.82.3, 3.82.8, 3.84.1, 3.84.3. 4.62.3, 4.62.4. 5.90.1, 6.80.4. 7.68.1. 8.82.1.
Translations
vengeance
Arabic: ثَأْر, اِنْتِقَام; Armenian: վրեժ; Bulgarian: отмъщение; Catalan: venjança; Chinese Mandarin: 復仇/复仇; Czech: pomsta, odplata; Danish: hævn; Dutch: vendetta, vergelding, wraak; Esperanto: venĝo; Estonian: kättemaks; Faroese: hevnd; Finnish: kosto; French: vengeance; Galician: vinganza; Georgian: შურისძიება, შურისგება; German: Rache, Vergeltung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌴𐌹𐍄; Greek: εκδίκηση, αντίποινα, αντεκδίκηση; Ancient Greek: ἀντιτιμώρημα, δίκη, δίκησις, ἐκδικία, κότος, ὄπις, ποινή, τιμώρημα, τιμωρία, τιμωρίη, τίσις; Hebrew: נקמה; Ido: venjo; Irish: agairt, díoltas; Italian: vendetta, rivalsa, rappresaglia, ritorsione; Japanese: 復讐; Korean: 복수(復讐); Latin: ultio; Latvian: atriebība; Macedonian: одмазда; Malayalam: പ്രതികാരം; Maltese: vendetta, tpattija; Maori: ngaki, ngakinga, whakakaitoa; Occitan: venjança; Ossetian: маст исын; Persian: انتقام; Plautdietsch: Rach; Polish: odwet, pomsta, zemsta; Portuguese: vingança; Romanian: răzbunare; Russian: месть, мщение, воздаяние, реванш; Scottish Gaelic: dìoghaltas, aicheamhail; Slovak: pomsta; Spanish: venganza; Swedish: hämnd; Turkish: intikam; Ukrainian: помста; Vietnamese: sự trả thù
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza
help
Afrikaans: hulp; Albanian: ndihmë; Arabic: مُسَاعَدَة, مَعُونَة; Moroccan Arabic: عْوين; Aragonese: achuda, aduya; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܗܲܝܲܪܬܵܐ, ܥܘܼܕܪܵܢܵܐ; Classical Syriac: ܥܘܕܪܢܐ; Armenian: օգնություն; Aromanian: agiutor; Assamese: সহায়; Asturian: ayuda, aida; Avar: кумек; Azerbaijani: kömək, yardım, köməklik; Bashkir: ярҙам; Basque: laguntza; Belarusian: дапамога; Bengali: সাহায্য, মদদ; Bulgarian: помощ; Catalan: ajuda; Chechen: гӏо; Chinese Dungan: бонцу, бон; Mandarin: 幫/帮, 幫助/帮助; Chukchi: вэнратгыргын; Cornish: gweres, skoodhyans; Czech: pomoc; Danish: hjælp; Dutch: hulp; Esperanto: helpo; Estonian: abi; Extremaduran: ayua; Faroese: hjálp; Finnish: apu; French: aide, secours; Friulian: jutori; Galician: axuda; Gallurese: aggjutu, adiutoriu; Georgian: დახმარება; German: Hilfe; Greek: βοήθεια; Ancient Greek: ἀλέξημα, ἄλεξις, ἀλκή, ἀνάληψις, ἀντέπαλξις, ἀντίληψις, ἀρηγοσύνη, ἄρηξις, ἄρκεσις, ἄρκεσμα, ἄρκιον, ἄρος, ἀρωγή, βοάθεια, βοάθοια, βοή, βοήθεια, βοηθείη, βοήθημα, βοήθησις, διακονία, ἕλξις, ἐπάρκεσις, ἐπικουρία, ἐπωφέλημα, προσωφέλημα, προσωφέλησις, τιμωρία, ὠφέλεια, ὠφέλησις; Haitian Creole: èd; Hawaiian: kōkua; Hebrew: עֶזְרָה, סיוע; Hindi: मदद, सहायता, उपकार; Hungarian: segítség; Icelandic: hjálp, aðstoð, fulltingi; Ido: helpo; Indonesian: bantuan, pertolongan; Ingush: гӏо; Interlingua: adjuta, succurso; Irish: cabhair, cuidiú, cúnamh; Italian: aiuto, ausilio; Japanese: 助け, 手助け, 手伝い, ヘルプ; Kapampangan: saup, sawup; Kazakh: көмек, жәрдем; Khmer: ជំនួយ; Korean: 도움; Kumyk: болушлукъ; Kurdish Central Kurdish: یارمەتی; Northern Kurdish: alîkarî, destek, yarmetî, komekî, piştevanî, piştgirî, misaede; Kyrgyz: жардам, көмөк; Latin: auxilium, adiumentum; Latvian: palīdzība; Lithuanian: pagalba; Luxembourgish: Hëllef; Macedonian: помош; Malay: pertolongan, bantuan; Malayalam: സഹായം; Maltese: għajnuna, għajnuna; Mongolian: тусламж; Mòcheno: hilf; Nepali: सहयोग, मदत्; Ngazidja Comorian: nusra; Norwegian: hjelp; Old Church Slavonic Cyrillic: помощь; Oriya: ସହାୟତା; Oromo: gargaarsa; Ossetian: ӕххуыс; Persian: کمک, یاری; Plautdietsch: Help; Polish: pomoc; Portuguese: ajuda, socorro, auxílio; Romanian: ajutor, asistență; Russian: помощь; Sardinian Campidanese: aggiudu; Logudorese: ayudu, azudu; Sassarese: aggiuddu; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏мо̄ћ; Roman: pȍmōć; Sicilian: ajutu; Slovak: pomoc; Slovene: pomoč; Sorbian Lower Sorbian: pomoc; Upper Sorbian: pomoc; Southern Altai: болуш; Spanish: ayuda, socorro, auxilio; Swahili: msaada; Swedish: hjälp; Tagalog: tulong; Tajik: комак, ёри, ёрдам; Tamil: உதவி; Tatar: ярдәм; Telugu: సహాయము, సాయము; Thai: ความช่วยเหลือ; Tocharian B: ekito, upacai; Turkish: yardım; Turkmen: ýardam, kömek; Ukrainian: допомога, поміч; Urdu: مدد; Uyghur: ياردەم; Uzbek: yordam, bermoq, koʻmak; Vietnamese: giúp, giúp đỡ, trợ giúp, hỗ trợ; Volapük: yuf; Walloon: aidance, aidaedje, aide; Welsh: help, cymorth, cynhorthwy, help llaw; West Frisian: help; Yagnobi: ёрдам; Yakut: көмө; Yiddish: הילף; Zazaki: phasti, yardım; Zhuang: bangcoh, bang
retribution
Arabic: عِقَاب, اِنْتِقَام; Armenian: հատուցում, վրեժ; Belarusian: адплата, кара, помста, расплата; Bulgarian: отплата, възмездие, мъст; Chinese Mandarin: 報應/报应, 惡報/恶报; Czech: odplata, pomsta, trest, odveta; Danish: gengældelse, straf; Dutch: vergelding; Estonian: tasu, kättemaks; Finnish: rangaistus, kosto; French: vendetta, châtiment, punition; Galician: castigo; Georgian: სამაგიერო, სანაცვლო; German: Vergeltung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌴𐌹𐍄; Greek: ανταπόδοση; Ancient Greek: ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις, ἀντέκτισις, ἀντίποινα, κόλασις, μετατροπή, νέμεσις, παλίμποινα, ποινή, τιμωρία, τιμωρίη, τίσις; Hungarian: megtorlás, büntetés; Irish: agairt, díoltas; Italian: retribuzione, vendetta; Japanese: 報復, 復讐; Korean: 보복(報復), 복수(復讐); Latvian: atmaksa; Lithuanian: atpildas; Macedonian: одмазда, возврат; Malay: balasan; Maori: ngakinga; Norwegian Bokmål: gjengjeldelse; Persian: پادافراه, انتقام; Polish: zemsta, odwet, kara, pomsta; Portuguese: retribuição; Romanian: răzbunare; Russian: возмездие, воздаяние, кара, месть, отплата, расплата; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀дмазда; Roman: òdmazda; Slovak: odplata, pomsta, trest, odveta; Slovene: kazen; Spanish: castigo, retribución; Swedish: vedergällning; Tagalog: gantindusa; Tajik: интиқом; Turkish: intikam; Ukrainian: відплата, кара, покара, помста, розплата