(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Greek Monolingual
-α, -ο κώπη
1. αυτός που ανήκει στο κουπί
2. αυτός που χρησιμεύει ως κουπί («κωπαίο πτερύγιο τών ιχθύων»).