κωπαίος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-α, -ο κώπη
1. αυτός που ανήκει στο κουπί
2. αυτός που χρησιμεύει ως κουπί («κωπαίο πτερύγιο τών ιχθύων»).