κωπαίος

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

-α, -ο κώπη
1. αυτός που ανήκει στο κουπί
2. αυτός που χρησιμεύει ως κουπί («κωπαίο πτερύγιο τών ιχθύων»).