ματρόξενος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 101] ὁ, dor. = μητρόξενος, u. so die anderen mit ματρο-anfangenden Wörter.
Greek (Liddell-Scott)
ματρόξενος: «τοὺς νόθους παῖδας...» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ματρόξενος, -ον (Α)
βλ. μητρόξενος.
[Seite 101] ὁ, dor. = μητρόξενος, u. so die anderen mit ματρο-anfangenden Wörter.
ματρόξενος: «τοὺς νόθους παῖδας...» Ἡσύχ.
ματρόξενος, -ον (Α)
βλ. μητρόξενος.