λιοφάγος
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
ο
ελαιοφάγος, αυτός που τρώγει τις ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω, «τρώω»)].