μαιευτήρας

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. μαιεύτρια
γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα -τήρ (> -τήρας)].