ματιά
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
η μάτι
η στροφή τών ματιών προς ορισμένη κατεύθυνση, το βλέμμα («κειός σεβάσμια προχωρώντας και μ' ανήσυχες ματιές», Σολωμ.).