μαλτσίνα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
και μαντσίνα, η
ναυτ. λαϊκή ονομασία της ιστοθέτιδας, της μηχανής με την οποία ιστοθετούνται τα ιστιοφόρα, δηλαδή τοποθετούνται κατάρτια πάνω στο σκάφος.