μαλτσίνα

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

και μαντσίνα, η
ναυτ. λαϊκή ονομασία της ιστοθέτιδας, της μηχανής με την οποία ιστοθετούνται τα ιστιοφόρα, δηλαδή τοποθετούνται κατάρτια πάνω στο σκάφος.