ματόφυλλο
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
το
βλέφαρο, ματόκλαδο («τί θαρρείτε, έλεγεν ο Χαδούλης παίζοντας απάνω κάτω τα ματόφυλλά του», Καρκαβίτσας).