ἀτυχία
English (LSJ)
ἡ, ill-luck, Amphis 3.
II = ἀτύχημα, miscarriage, mishap, Hp.Fract.25, Antipho 2.2.13, X.Mem. 3.9.8(pl.), Men.674; defeat in war, Aeschin.3.55.
2 euphemism for ἀτιμία, D.21.59; for crime, Din.1.77, Plb.12.13.5, etc.
3 of a person, ἀ. κοσμουμένα Axiop.4.5.
4 failure to obtain, τινός Aret.SD1.5.
Spanish (DGE)
(ἀτῠχία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Fract.25, Aret.SD 1.5.8
I 1infortunio, mala suerte πῶς ἄν τις ἀτυχίαν ῥᾷστα φέροι; D.L.1.36 (= Thal.A 1.36), οὐκ ἔστιν οὐδὲν ἀτυχίας ἀνθρωπίνης παραμύθιον ... Amphis 3, ἐλεήσαντας τὴν ἀτυχίαν μου Antipho 2.2.13, ἐπὶ φίλων ἀ. X.Mem.3.9.8, ἀ. τῆς πόλεως Aeschin.3.131, τοσαύτη τις ἀτυχία ἐστι περὶ ἡμᾶς D.57.33, εὐτυχία καὶ ἀ. Arist.EN 1124a14, cf. Plu.Cor.35, D.Chr.3.21
•contratiempo, accidente οὐ γὰρ οἴονται ... τὴν ἀνάψυξιν τοῦ ἕλκεος αἰτίην, ἀλλὰ ἄλλην τινὰ ἀτυχίην Hp.l.c.
2 fracaso, falta de éxito en la guerra πρὸ τῆς ἀτυχίας τῆς ἐν Ἑλλησπόντῳ Isoc.12.99, μεμισηκὼς τὴν περὶ Σικελίαν ... ἀτυχίαν Pl.Ep.350d
•fracaso en obtener algo c. gen. τῆς κούρης Aret.SD l.c.
3 euf. delito, infamia τὸν εἰς τὰς δεινοτάτας ἀτυχίας ἐμβεβληκότα τὴν πόλιν Din.1.77, οὐδὲν ἂν αὐτῷ συνεξέδραμε τοιαύταις ἀτυχίαις παλαίοντι Plb.12.13.5.
II carencia c. gen. πάντων ἐν ἀτυχίᾳ ὧν χαρίζοιτ' ἂν ὁ νόμος I.AI 19.195.
German (Pape)
[Seite 390] ἡ, 1) das Nichterlangen, Mißlingen, Plat. Crat. 420 c. – 2) ἡ ἐν Χαιρωνείᾳ, Niederlage, Aesch. 3, 55; übh. Unglück, Dem.; Pol. 12, 13; öfter Uebelthat, Verbrechen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 malchance, revers;
2 infortune, malheur.
Étymologie: ἀτυχής.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῠχία: ἡ Xen., Plat., Aeschin., Dem., Polyb. = ἀτύχημα 1 и 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτυχία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ ἀτυχοῦς, κακὴ τύχη, δυστυχία, οἵα ὑποτίθεται ὅτι προσκολλᾶται εἴς τινας ἀνθρώπους, Δείναρχ. 100. β, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ἀμπελουργῷ» 1. ΙΙ. = ἀτύχημα Ἱππ. π. Ἀγμ. 767, Ἀντιφῶν 117. 40, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 8, κτλ. 2) κατ' εὐφημισμὸν ἀντὶ ἀτιμία, Δημ. 533. 11· καὶ ἐπὶ ἐγκλήματος, Πολύβ. 12. 13, 5, κτλ· πρβλ. συμφορά, ἀτυχέω.
Greek Monolingual
και ατυχιά, η (AM ἀτυχία) ατυχής
1. δυστυχία ή κακοτυχία
2. κακοπάθημα, συμφορά
3. κακή πράξη ή έγκλημα
μσν.- νεοελλ.
1. πονηρία, κακία
2. ηθική αθλιότητα
3. μοιχεία, απιστία συζυγική
4. ανοησία, άστοχη πράξη
μσν.
1. δειλία
2. περιφρόνηση.
Greek Monotonic
ἀτῠχία: ἡ, κακή τύχη· ατυχία, αποτυχία, αναποδιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
ill-luck:—a misfortune, miscarriage, mishap, Xen.
English (Woodhouse)
calamity, disaster, misfortune, unluckiness, piece of ill-luck