χειροτεχνικός
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ή, όν,
A skilful, Ar.V.1276 (Sup.). 2 handicraftsmen or artisans, συμβόλαια Pl.R.425d: ἡ χειροτεχνική (sc. τέχνη),
A = χειροτεχνία, Id.Plt.259c: pl., Id.Phlb.55d. Adv. -κῶς Il.2.148.