μελανίχροος
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
ον,
A dark in colour, οἶνος Hp.Mul.1.42 (s. v. l.).
Greek Monolingual
μελανίχροος, -ον (Α)
βλ. μελάγχρους.