μετενσαρκώνω
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
Greek Monolingual
μετεμψυχώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ενσαρκώνω «δίνω σάρκα»].
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
μετεμψυχώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ενσαρκώνω «δίνω σάρκα»].