μετενσαρκώνω

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

μετεμψυχώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ενσαρκώνω «δίνω σάρκα»].