μικρούλης

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

-α, -ι και -ικο μικρός
1. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («μικρούλα κάμαρα»)
2. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς την ηλικία («έλα, μικρούλη μου να σέ φιλήσω»)
3. ως ουσ. α) νέος, νεανίσκος, παιδίσκη, κοπέλα
β) μικρό παιδάκι, μωράκι.