μουσακάς

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

ο
είδος εδέσματος που έχει ως κύρια συστατικά μελιτζάνες ή πατάτες, κιμά και άσπρη σάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. musakka].