ξενοδόχημα
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
German (Pape)
[Seite 277] τό, = ξενοδοκεῖον, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδόχημα: τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.
Greek Monolingual
ξενοδόχημα, τὸ (Μ) ξενοδοχώ
1. φιλοξενία
2. ξενοδοχείο.