ξυλοπομπός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοπομπός: ὁ, ὁ πέμπων ξύλα, Μ. Φιλῆς τόμ. Α΄, σ. 252, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
ξυλοπομπός, ὁ (Μ)
αυτός που στέλνει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πομπός (< πέμπω), πρβλ. σιτο-πομπός.