μπιρμπίλι

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

(I)
και μπιμπίλι, το μπιρμπίλα
η μπιρμπίλα.———————— (II)
και μπιμπίλι, το
1. το αηδόνι
2. φρ. «μπιρμπίλι της θάλασσας» — η αλκυόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul].