μυέλωμα

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

το
ιατρ. νεοπλασματική υπερπλασία του μυελού τών οστών αποτελούμενη από πλασματοκύτταρα και συνοδευόμενη από διαταραχές τών πρωτεϊνών του πλάσματος, αλλ. πολλαπλό μυέλωμα ή πλασματοκυττάρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelome (< μυελός + κατάλ. -ωμα)].